στερεόπους

στερεόπους
στερεόπους
solid-footed
masc nom/voc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στερεόπους — ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει σταθερά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + πούς, ποδός] …   Dictionary of Greek

  • στερεόποδας — στερεόπους solid footed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεόποδες — στερεόπους solid footed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”